ομόζωος

ομόζωος
ὁμόζωος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει στον ίδιο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ζωος (< ζωή), πρβλ. μονό-ζωος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοζωία — ὁμοζωΐα, ἡ (Α) [ομόζωος] συμβίωση …   Dictionary of Greek

  • ομοζωώ — ὁμοζωῶ, έω (Α) [ομόζωος] ζω μαζί με κάποιον, συζώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”